- νοογάστωρ
- νοογάστωρ, -ορος, ό και ἡ (Μ)αυτός που κάνει πνευματική εργασία, όπως είναι η σύνταξη συγγραμμάτων ή η συγγραφή ποιημάτων, και ζει από τα χρήματα που κερδίζει από την εργασία αυτή («νοογάστωρ ἐστίν, ὅς λογισμῷ συγγράμματα συντάττων, ἐξηγήσεις καὶ στίχους καὶ ποιήματα, τρέφει αὑτόν ἐκ τούτων», Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ζωνο-γάστωρ, χειρο-γάστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.